- ἀποδῶται
- ἀποδίδωμιgive upaor subj mid 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οικητός — οἰκητός, ή, όν, θηλ. και ός (Α) [οικώ] 1. κατοικημένος (α. «ὁ τόπος... ἐστὶ μὴν οἰκητός», Σοφ. β. «οἰκητὸς (αὐλή) ἀράχναις μόναις», Φιλόστρ.) 2. κατοικήσιμος («ἐὰν δὲ τις ἀποδῶται οἰκίαν οἰκητήν», ΠΔ) … Dictionary of Greek
Ἀποδῶτ' — Ἀποδωτά , Ἀποδωτός neut nom/voc/acc pl Ἀποδωτά̱ , Ἀποδωτός fem nom/voc/acc dual Ἀποδωτά̱ , Ἀποδωτός fem nom/voc sg (doric aeolic) Ἀποδωτέ , Ἀποδωτός masc voc sg Ἀποδωταί , Ἀποδωτός fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδῶτ' — ἀποδῶτε , ἀποδίδωμι give up aor subj act 2nd pl (epic) ἀποδῶτε , ἀποδίδωμι give up aor subj act 2nd pl ἀποδῶται , ἀποδίδωμι give up aor subj mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)